- οργιασμος
- ὀργιασμόςὅ совершение оргий, исполнение тайных обрядов
(οἱ περὴ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἱ περὴ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι … Dictionary of Greek
ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)